Ο Ριτσαρντ Πάρκερ ήταν ένας από τους πολλούς συμβούλους που κάποτε κάλεσε ο Γιώργος Παπανδρέου στην Ελλάδα στην περίφημη "Επιτροπή Εκσυγχρονισμού" η οποία μάλλον δεν λειτούργησε ποτέ. Με άρθρο του σε εφημερίδα της Βοστώνης δίνει τη δική του εκδοχή των πραγμάτων για την "πτώση Παπανδρέου".
Η άποψή του
Για δύο συναπτά έτη, ο Τύπος, η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της Ευρώπης έχουν δημοσιοποιήσει καταστροφικές διαγνώσεις και ακόμα περισσότερες καταστροφικές συνταγές για τα δεινά της Ελλάδας.
Καμία πειστική λύση δεν βρέθηκε όμως μέχρι τις 27 Οκτωβρίου, όπου και δόθηκε μία αρκετά πειστική λύση για να θεραπευτεί η κατάσταση της Ελλάδας από τις Βρυξέλες. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες τελικά παραδέχτηκαν αυτό που μέχρι τότε δεν ομολογούσαν: ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας χρειαζόταν άμεση μείωση στο χρέος- το λεγόμενο «κούρεμα του 50%», ότι οι τράπεζες στην Ελλάδα χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση και ότι ήταν άμεση ανάγκη η δημιουργία ενός ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Οι αγορές εκτινάχθηκαν στα ύψη μόλις δημοσιοποιήθηκαν όλα αυτά, και τα πρωτοσέλιδα προμήνυαν μια «νέα αρχή», «Merkozy» για την απόφαση που πήρε η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί.
Μέσα σε λίγες μέρες, ωστόσο, η ανακοίνωση του Έλληνα πρωθυπουργού, Γιώργου Παπανδρέου για την πρόθεση του να προβεί σ’ ένα δημοψήφισμα φαινόταν ικανή να καταστρέψει τη νίκη του «Merkozy» αλλά και της Ευρώπης. Τον κάλεσαν επειγόντως στην συνάντηση των G-20 στις Κάννες, και του ζητήθηκε να μαλακώσει αμέσως. Παρά την εγκατάλειψη της ιδέας του δημοψηφίσματος – και στη συνέχεια μια ολονύκτια μάχη για να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης – ο Παπανδρέου παραιτήθηκε, ελπίζοντας να σώσει τόσο τη συμφωνία όσο και την Ελλάδα. Κανείς όμως δεν είναι σίγουρος για το τι θα συμβεί στη συνέχεια.
Για πολλούς, φαίνεται ότι η Διονυσιακή Ελλάδα – πέφτοντας στη κρίση πριν 2 χρόνια, απογοήτευσε τους Απολλώνιους γείτονές της δανειζόμενη αλόγιστα και υπερκαταναλώνοντας – για μια ακόμη φορά απέτυχε. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια – και τόσο η Ευρώπη όσο και η Αμερική αρνούνται το μεγάλο πρόβλημα και την ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή που όλοι αντιμετωπίζουμε. Η συμφωνία των Βρυξελλών ήταν στην πραγματικότητα μια βελτιωμένη εκδοχή των όσων είχαν συμφωνηθεί στα τέλη Ιουλίου.
Η λύση που είχε βρεθεί το καλοκαίρι –το κούρεμα του 21%- δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω διαφωνίας για τις λεπτομέρειες μεταξύ των κυβερνήσεων και των ομολογιούχων. Χωρίς τη συμφωνία, η κατάσταση στην Ελλάδα – και μαζί και της Ευρώπης – επιδεινώνεται σταθερά. Τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι τράπεζες έμεναν χωρίς ρευστό, με σοβαρό κίνδυνο μία ελεγχόμενη χρεοκοπίας που όλοι φοβούνται.
Αλλά η συμφωνία του Οκτωβρίου περιείχε το δικό της μοιραίο λάθος. Το νέο σχέδιο ήταν το περίγραμμα ενός σχεδίου διάσωσης, αλλά δεν ήταν ένα σχέδιο από μόνο του. Κρίσιμες λεπτομέρειες που έπρεπε να διευθετηθούν μέσα στις επόμενες 60 ημέρες – χρονικό περιθώριο που δεν είχε ούτε η Ελλάδα ούτε ο Παπανδρέου. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως αποδείχτηκε, δεν είχαν ποτέ εγκρίνει πλήρως το εθελοντικό κούρεμα του 50%.
Πολύ γρήγορα άρχισαν να τονίζουν στους Έλληνες διαπραγματευτές ότι είχαν την πρόθεση να σταματήσουν όλες τις διεργασίες που είχαν συμφωνήσει για το κούρεμα του 50%. Παράλληλα, οι καταθέτες των Ελληνικών τραπεζών -φοβούμενοι τις καθυστερήσεις στο σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης – ξεκίνησαν αναλήψεις από τις ήδη κουτσουρεμένες καταθέσεις τους.
Μέσα σε λίγες μέρες, η γερμανική ασφαλιστική εταιρεία Allianz προειδοποιούσε πως μία τέτοια κίνηση θα έθετε την Ευρώπη σε μία καινούρια κρίση. Στο παρασκήνιο, ισχυροί ιδιοκτήτες ελληνικών τραπεζών – πολύ εξοικειωμένοι με τη χρηματοδότηση των τραπεζών η οποία συνδέεται στενά με το δίκτυο των εταιρειών – ήταν τρομοκρατημένοι από τη συμφωνία των Βρυξελλών, γιατί ήταν ασαφής σχετικά με το πώς θα πραγματοποιηθεί η αύξηση κεφαλαίου, και αν θα χρειαζόταν μία προσωρινή εθνικοποίηση, αλλά και τι θα αντιμετωπισούν οι μέτοχοι των τραπεζών. Γνώριζαν ήδη ότι σε έλεγχο –ο οποίος είχε διεξαχθεί με εντολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου- είχαν βρεθεί μη αναγνωρισμένα δάνεια αξίας τουλάχιστον 15 δισεκατομμύριων ευρώ -τα οποία είχαν δοθεί σε πολλές εταιρίες του δικτύου τους- επισφαλή δάνεια που θα αύξαναν σημαντικά το κόστος της αύξησης κεφαλαίου.
Οι τράπεζες έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα – στην οικονομία, η οποία απεγνωσμένα χρειάζεται επανεκκίνηση του δανεισμού, αλλά και ως προς τους ισχυρούς χρηματοδότες της χώρας και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων. Τέσσερις από τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες στην Ελλάδα είναι τράπεζες. Αν δεν γίνει σωστή διαχείριση, η ανακεφαλαιοποίηση θα μπορούσε να καταλήξει να αφανίσει τον έλεγχο των πλουτοκρατών των τραπεζών και το κάλεσμα των δανείων προς υποχρηματοδοτούμενες εταιρίες.
Ο Παπανδρέου, αποφασισμένος να κάνει την συμφωνία του Οκτωβρίου να λειτουργήσει, αντιμετωπίζει επίθεση από διάφορα μέτωπα: από τους ανταγωνιστές του οι οποίοι είναι μέσα από το ίδιο του το κόμμα που ήθελαν την θέση του, από βουλευτές στο κόμμα του οι οποίοι απειλούσαν ότι δεν θα τον στηρίξουν στα νέα μέτρα λιτότητας, από τον Αντώνη Σαμαρά αλλά και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του και από την ίδια την οικονομία η οποία θα μπορούσε να καταρρεύσει πριν προλάβουν να την διασώσουν.
Το δημοψήφισμα ήταν το μοναδικό όπλο με το οποίο μπορούσε να χτυπήσει σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα, τόσο του πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό και τους ισχυρούς τους υποστηρικτές που τελικά οπισθοχώρησαν, και τους Ευρωπαίους ηγέτες που τους έσυρε πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέχρι να υπογραφεί μια τελική λύση σχεδίου διάσωσης. Έπαιξε και έχασε με το δημοψήφισμα αλλά η Ευρώπη έχασε ακόμη περισσότερα.
Ο νέα συγκυβέρνηση μπορεί να καταφέρει να περάσει τις αποφάσεις του Οκτωβρίου, αλλά το χάσμα μεταξύ των πολιτικών ηγετών θα διευρύνεται και μπορεί το έυθραστο πολιτικό σκηνικό να καταρρεύσει. Αυτό θα παρασύρει την οικονομία στα τάρταρα και στο τέλος θα αυξηθεί η πολιτική βία.
Σύντομα θα δούμε τις επιπτώσεις όλων αυτών
Η άποψή του
Για δύο συναπτά έτη, ο Τύπος, η πολιτική και επιχειρηματική ελίτ της Ευρώπης έχουν δημοσιοποιήσει καταστροφικές διαγνώσεις και ακόμα περισσότερες καταστροφικές συνταγές για τα δεινά της Ελλάδας.
Καμία πειστική λύση δεν βρέθηκε όμως μέχρι τις 27 Οκτωβρίου, όπου και δόθηκε μία αρκετά πειστική λύση για να θεραπευτεί η κατάσταση της Ελλάδας από τις Βρυξέλες. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες τελικά παραδέχτηκαν αυτό που μέχρι τότε δεν ομολογούσαν: ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας χρειαζόταν άμεση μείωση στο χρέος- το λεγόμενο «κούρεμα του 50%», ότι οι τράπεζες στην Ελλάδα χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση και ότι ήταν άμεση ανάγκη η δημιουργία ενός ταμείου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Οι αγορές εκτινάχθηκαν στα ύψη μόλις δημοσιοποιήθηκαν όλα αυτά, και τα πρωτοσέλιδα προμήνυαν μια «νέα αρχή», «Merkozy» για την απόφαση που πήρε η Γερμανίδα Καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί.
Μέσα σε λίγες μέρες, ωστόσο, η ανακοίνωση του Έλληνα πρωθυπουργού, Γιώργου Παπανδρέου για την πρόθεση του να προβεί σ’ ένα δημοψήφισμα φαινόταν ικανή να καταστρέψει τη νίκη του «Merkozy» αλλά και της Ευρώπης. Τον κάλεσαν επειγόντως στην συνάντηση των G-20 στις Κάννες, και του ζητήθηκε να μαλακώσει αμέσως. Παρά την εγκατάλειψη της ιδέας του δημοψηφίσματος – και στη συνέχεια μια ολονύκτια μάχη για να κερδίσει την ψήφο εμπιστοσύνης – ο Παπανδρέου παραιτήθηκε, ελπίζοντας να σώσει τόσο τη συμφωνία όσο και την Ελλάδα. Κανείς όμως δεν είναι σίγουρος για το τι θα συμβεί στη συνέχεια.
Για πολλούς, φαίνεται ότι η Διονυσιακή Ελλάδα – πέφτοντας στη κρίση πριν 2 χρόνια, απογοήτευσε τους Απολλώνιους γείτονές της δανειζόμενη αλόγιστα και υπερκαταναλώνοντας – για μια ακόμη φορά απέτυχε. Αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια – και τόσο η Ευρώπη όσο και η Αμερική αρνούνται το μεγάλο πρόβλημα και την ακόμα μεγαλύτερη καταστροφή που όλοι αντιμετωπίζουμε. Η συμφωνία των Βρυξελλών ήταν στην πραγματικότητα μια βελτιωμένη εκδοχή των όσων είχαν συμφωνηθεί στα τέλη Ιουλίου.
Η λύση που είχε βρεθεί το καλοκαίρι –το κούρεμα του 21%- δεν ολοκληρώθηκε ποτέ λόγω διαφωνίας για τις λεπτομέρειες μεταξύ των κυβερνήσεων και των ομολογιούχων. Χωρίς τη συμφωνία, η κατάσταση στην Ελλάδα – και μαζί και της Ευρώπης – επιδεινώνεται σταθερά. Τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και οι τράπεζες έμεναν χωρίς ρευστό, με σοβαρό κίνδυνο μία ελεγχόμενη χρεοκοπίας που όλοι φοβούνται.
Αλλά η συμφωνία του Οκτωβρίου περιείχε το δικό της μοιραίο λάθος. Το νέο σχέδιο ήταν το περίγραμμα ενός σχεδίου διάσωσης, αλλά δεν ήταν ένα σχέδιο από μόνο του. Κρίσιμες λεπτομέρειες που έπρεπε να διευθετηθούν μέσα στις επόμενες 60 ημέρες – χρονικό περιθώριο που δεν είχε ούτε η Ελλάδα ούτε ο Παπανδρέου. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως αποδείχτηκε, δεν είχαν ποτέ εγκρίνει πλήρως το εθελοντικό κούρεμα του 50%.
Πολύ γρήγορα άρχισαν να τονίζουν στους Έλληνες διαπραγματευτές ότι είχαν την πρόθεση να σταματήσουν όλες τις διεργασίες που είχαν συμφωνήσει για το κούρεμα του 50%. Παράλληλα, οι καταθέτες των Ελληνικών τραπεζών -φοβούμενοι τις καθυστερήσεις στο σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης – ξεκίνησαν αναλήψεις από τις ήδη κουτσουρεμένες καταθέσεις τους.
Μέσα σε λίγες μέρες, η γερμανική ασφαλιστική εταιρεία Allianz προειδοποιούσε πως μία τέτοια κίνηση θα έθετε την Ευρώπη σε μία καινούρια κρίση. Στο παρασκήνιο, ισχυροί ιδιοκτήτες ελληνικών τραπεζών – πολύ εξοικειωμένοι με τη χρηματοδότηση των τραπεζών η οποία συνδέεται στενά με το δίκτυο των εταιρειών – ήταν τρομοκρατημένοι από τη συμφωνία των Βρυξελλών, γιατί ήταν ασαφής σχετικά με το πώς θα πραγματοποιηθεί η αύξηση κεφαλαίου, και αν θα χρειαζόταν μία προσωρινή εθνικοποίηση, αλλά και τι θα αντιμετωπισούν οι μέτοχοι των τραπεζών. Γνώριζαν ήδη ότι σε έλεγχο –ο οποίος είχε διεξαχθεί με εντολή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου- είχαν βρεθεί μη αναγνωρισμένα δάνεια αξίας τουλάχιστον 15 δισεκατομμύριων ευρώ -τα οποία είχαν δοθεί σε πολλές εταιρίες του δικτύου τους- επισφαλή δάνεια που θα αύξαναν σημαντικά το κόστος της αύξησης κεφαλαίου.
Οι τράπεζες έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην Ελλάδα – στην οικονομία, η οποία απεγνωσμένα χρειάζεται επανεκκίνηση του δανεισμού, αλλά και ως προς τους ισχυρούς χρηματοδότες της χώρας και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων. Τέσσερις από τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες στην Ελλάδα είναι τράπεζες. Αν δεν γίνει σωστή διαχείριση, η ανακεφαλαιοποίηση θα μπορούσε να καταλήξει να αφανίσει τον έλεγχο των πλουτοκρατών των τραπεζών και το κάλεσμα των δανείων προς υποχρηματοδοτούμενες εταιρίες.
Ο Παπανδρέου, αποφασισμένος να κάνει την συμφωνία του Οκτωβρίου να λειτουργήσει, αντιμετωπίζει επίθεση από διάφορα μέτωπα: από τους ανταγωνιστές του οι οποίοι είναι μέσα από το ίδιο του το κόμμα που ήθελαν την θέση του, από βουλευτές στο κόμμα του οι οποίοι απειλούσαν ότι δεν θα τον στηρίξουν στα νέα μέτρα λιτότητας, από τον Αντώνη Σαμαρά αλλά και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας του και από την ίδια την οικονομία η οποία θα μπορούσε να καταρρεύσει πριν προλάβουν να την διασώσουν.
Το δημοψήφισμα ήταν το μοναδικό όπλο με το οποίο μπορούσε να χτυπήσει σε δύο μέτωπα ταυτόχρονα, τόσο του πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό και τους ισχυρούς τους υποστηρικτές που τελικά οπισθοχώρησαν, και τους Ευρωπαίους ηγέτες που τους έσυρε πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μέχρι να υπογραφεί μια τελική λύση σχεδίου διάσωσης. Έπαιξε και έχασε με το δημοψήφισμα αλλά η Ευρώπη έχασε ακόμη περισσότερα.
Ο νέα συγκυβέρνηση μπορεί να καταφέρει να περάσει τις αποφάσεις του Οκτωβρίου, αλλά το χάσμα μεταξύ των πολιτικών ηγετών θα διευρύνεται και μπορεί το έυθραστο πολιτικό σκηνικό να καταρρεύσει. Αυτό θα παρασύρει την οικονομία στα τάρταρα και στο τέλος θα αυξηθεί η πολιτική βία.
Σύντομα θα δούμε τις επιπτώσεις όλων αυτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου