Γιάννης Μακριδάκης
Σήμερα το χωριό ξύπνησε άφεχτα από τους ήχους της καταιγίδας. Σιτζίμια έριχνε για καμιά ώρα, μια βροχή ταραχτικιά, και το σκοτάδι φωτίζονταν πότε πότε από τα αστροπελέκια που πέφτανε στους διπλανούς λόφους και ξέμακρα κατά τη θάλασσα. Δεν κράτησε πολύ το μπουρίνι μα ήτανε τόσο ευεργετικό. Διψούσε η γης μέχρι σήμερα κι όλοι έχουμε σπείρει κουκιά και την περιμέναμε πως και πως τη βροχή του Θεού μπας και σκάσουνε μύτη επιτέλους από το χώμα.
Αυτή την κουβέντα, για τα κουκιά, είχανε οι γέροντες στο κεφενείο της πλατείας σαν μπήκα. Λασπουριά, βλέπετε, τα χωράφια κι οι αγρότες αράξανε στα τραπέζια παρέα με τον καφέ και την τηλεόραση να παίζει με ήχο χαμηλό τις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές.Τα κουκιά δε βγαίνουνε, διαπίστωσε ο μαστρο Μιχάλης που καθότανε....
... κοντά στην οθόνη και άκουγε τα νέα. Τώρα που έβρεξε θα βγουνε, γιατί να μην έβγουνε, έκαμε καλό νερό σήμερα και τώρα που βράχηκε η γης θα τα δεις που θα ξεμυτίσουνε, του φώναξε από το βάθος ο Θωμάς. Βρε για τα κουκιά του κράτους λέω ότι δεν βγαίνουνε όχι τα δικά μας, τα φράγκα δεν φτάνουνε, διευκρίνισε ο Μιχάλης και γέλασε χαχανιστά, δεν ακούς, ο προυπολογισμός έπεσε πάλι όξω τόσα δις.
Ησυχία πλάκωσε ξαφνικά το καφενείο, στήσανε όλοι αυτί μπας και ακούσουνε τίποτα νεώτερο από τον δημοσιογράφο που μιλούσε σαν κομμένη κεφαλή.
Ο μαστρο Νικόλας στέναξε, παλιά οι αθρώποι περιμένανε πως και πως τα Χριστούγεννα, ήτανε χαρούμενοι, σήμερα μαρασμός, είπε κι έριξε ένα στραγάλι στο στόμα του. Κανένας δε μίλησε αλλά τα μάτια τους φέξανε στις θύμησες. Εκείνος αγνόησε παντελώς αυτούς που περιγράφανε τη σύγχρονη κατάντια στο γυαλί κι έπιασε τον μονόλογο για τα παλιά. Ανάμεσα στις κουβέντες του, ρωτούσε πότε πότε τους υπόλοιπους "λέω ψέμματα;" και περίμενε πως βέβαια δεν θα βρεθεί κανείς να τον διαψεύσει.
Βάζαμε τότες ένα βαρέλι μες στη μέση της πλατείας, θυμήθηκε, το γεμίζαμε πέτρες, χώναμε έναν πεύκο μέσα και στολίζαμε το δέντρο. Όλοι οι χωριανοί ήτανε χαρούμενοι, περιμένανε τις σκόλες, όλοι οι φούρνοι του χωριού ανάβανε, το κάθε σπίτι έκανε τα γλυκά του, έσφαζε η κάθε οικογένεια ένα γουρούνι και το τηγανίζανε, το βάζανε σε γυάλες μαζί με το πάχος του και συντηριότανε αυτό για να τρώνε όλο το χρόνο. Τώρα που ειν' αυτά;
Πηγαίναμε τότες έξω στα χωράφια και ήτανε σαν να πηγαίνεις στο γυαλό. Φωνές από παντού, γεμάτα κόσμο τα βουνά, σπέρνανε, σιτάρια κριθάρια παντού, αφού δεν παίρναμε μαζί τα ζα στο χωράφι γιατί δεν είχαμε τόπο να τα δέσομε, όλα σπαρμένα τα 'χαμε, όλα. Κι είχαμε στο σπίτι ένα μεγάλο ράφι και βάζαμε πάνω τα ψωμιά, τρίβαμε σιτάρι και κριθάρι και φτιάχναμε ένα αλεύρι μιγάδι, ζυμώναμε και φουρνίζαμε πολλά ψωμιά.
Ερχόντανε εδώ φορτηγά και φορτώνανε λεμόνια, μαντερίνια, μύγδαλα, κατσικάκια και αρνιά τις σκόλες, το καλοκαίρι κηπευτικά, φεύγανε γεμάτα για την αγορά. Τα πάντα είχαμε, είμασταν πλούσιοι, μόνο λεφτά δεν είχαμε. Τώρα όλα τα παρατήσανε, αγριέψανε τα βουνά, δεν υπάρχει τίποτα πια, μαζευτήκανε όλοι μες στην Αθήνα και περιμένουνε στο τέλος του μήνα να πάρουνε το μισθό για να αγοράσουνε να φάνε. Από πού; Αφού δεν παράγει κανένας.
Άμα πας στην Αθήνα, μίλησε ο μαστρο Μιχάλης, μόλις βγεις από το σπίτι πρέπει να 'χεις το χέρι σου στην τσέπη και να βγάζεις. Εδώ μόλις βγεις από το σπίτι όλο και κάτι θα βάλεις στην τσέπη. Μα κάνα λεμόνι, μα κάνα κουκί, μα κάνα αβγό, καμιά ελιά, τα ξυλαράκια σου για τη σόμπα, γυρίζεις το μεσημέρι στο σπίτι κι είσαι πιο πλούσιος. Δε μας αρέσανε όμως κείνες οι εποχές, θέλαμε πολυτέλειες. Τώρα ζούμε με τα μηχανήματα και ώσπου να φτιάξεις το ένα χαλάει το άλλο, φράγκα να 'χεις να πληρώνεις κι όλα να πηγαίνουνε στις βιομηχανίες και στις τράπεζες, αποφάνθηκε.
Έπεσε πάλι σιωπή, κανένας δε μιλούσε, όλοι αναθυμούνταν και σκεφτότανε το κακό που βρήκε τους ανθρώπους, βρε λεμόνια από την Αργεντίνα φέρνουνε, αν είσαι Χριστιανός, αναφώνησε ο Θωμάς και σηκώθηκε απότομα να φύγει. Σουφρώσανε τα χείλια με την κατάντια της χώρας, πάνε οι παλιές εποχές, αλλάξανε οι άνθρωποι, καταλήξανε όλοι πάμφτωχοι από τον καιρό που γίνανε δέσμιοι του χρήματος κι άμα δεν έχουνε λεφτά στην τσέπη δε μπορούνε ούτε να επιβιώσουνε, άμα πέσουνε στην ανεργία νιώθουνε απόβλητοι, μηδενικά.
Σηκώθηκα να φύγω κι εγώ προβληματισμένος, μου ήρθε στο μυαλό κι εκείνο το μέηλ που μου 'χε στείλει αποβραδίς ένας φίλος απ' την πόλη: Στις αγροτικές κοινωνίες τους γέροντες τους ονομάζανε σοφούς ενώ στις καπιταλιστικές κοινωνίες τους θεωρούνε ναυάγια. Βγήκα από το καφενείο θλιμμένος. Είμαστε άξιοι της μοίρας μας τελικά.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους
Γιάννης Μακριδάκης
Σήμερα το χωριό ξύπνησε άφεχτα από τους ήχους της καταιγίδας. Σιτζίμια έριχνε για καμιά ώρα, μια βροχή ταραχτικιά, και το σκοτάδι φωτίζονταν πότε πότε από τα αστροπελέκια που πέφτανε στους διπλανούς λόφους και ξέμακρα κατά τη θάλασσα. Δεν κράτησε πολύ το μπουρίνι μα ήτανε τόσο ευεργετικό. Διψούσε η γης μέχρι σήμερα κι όλοι έχουμε σπείρει κουκιά και την περιμέναμε πως και πως τη βροχή του Θεού μπας και σκάσουνε μύτη επιτέλους από το χώμα.
Αυτή την κουβέντα, για τα κουκιά, είχανε οι γέροντες στο κεφενείο της πλατείας σαν μπήκα. Λασπουριά, βλέπετε, τα χωράφια κι οι αγρότες αράξανε στα τραπέζια παρέα με τον καφέ και την τηλεόραση να παίζει με ήχο χαμηλό τις πρωινές ενημερωτικές εκπομπές.Τα κουκιά δε βγαίνουνε, διαπίστωσε ο μαστρο Μιχάλης που καθότανε....
... κοντά στην οθόνη και άκουγε τα νέα. Τώρα που έβρεξε θα βγουνε, γιατί να μην έβγουνε, έκαμε καλό νερό σήμερα και τώρα που βράχηκε η γης θα τα δεις που θα ξεμυτίσουνε, του φώναξε από το βάθος ο Θωμάς. Βρε για τα κουκιά του κράτους λέω ότι δεν βγαίνουνε όχι τα δικά μας, τα φράγκα δεν φτάνουνε, διευκρίνισε ο Μιχάλης και γέλασε χαχανιστά, δεν ακούς, ο προυπολογισμός έπεσε πάλι όξω τόσα δις.
Ησυχία πλάκωσε ξαφνικά το καφενείο, στήσανε όλοι αυτί μπας και ακούσουνε τίποτα νεώτερο από τον δημοσιογράφο που μιλούσε σαν κομμένη κεφαλή.
Ο μαστρο Νικόλας στέναξε, παλιά οι αθρώποι περιμένανε πως και πως τα Χριστούγεννα, ήτανε χαρούμενοι, σήμερα μαρασμός, είπε κι έριξε ένα στραγάλι στο στόμα του. Κανένας δε μίλησε αλλά τα μάτια τους φέξανε στις θύμησες. Εκείνος αγνόησε παντελώς αυτούς που περιγράφανε τη σύγχρονη κατάντια στο γυαλί κι έπιασε τον μονόλογο για τα παλιά. Ανάμεσα στις κουβέντες του, ρωτούσε πότε πότε τους υπόλοιπους "λέω ψέμματα;" και περίμενε πως βέβαια δεν θα βρεθεί κανείς να τον διαψεύσει.
Βάζαμε τότες ένα βαρέλι μες στη μέση της πλατείας, θυμήθηκε, το γεμίζαμε πέτρες, χώναμε έναν πεύκο μέσα και στολίζαμε το δέντρο. Όλοι οι χωριανοί ήτανε χαρούμενοι, περιμένανε τις σκόλες, όλοι οι φούρνοι του χωριού ανάβανε, το κάθε σπίτι έκανε τα γλυκά του, έσφαζε η κάθε οικογένεια ένα γουρούνι και το τηγανίζανε, το βάζανε σε γυάλες μαζί με το πάχος του και συντηριότανε αυτό για να τρώνε όλο το χρόνο. Τώρα που ειν' αυτά;
Πηγαίναμε τότες έξω στα χωράφια και ήτανε σαν να πηγαίνεις στο γυαλό. Φωνές από παντού, γεμάτα κόσμο τα βουνά, σπέρνανε, σιτάρια κριθάρια παντού, αφού δεν παίρναμε μαζί τα ζα στο χωράφι γιατί δεν είχαμε τόπο να τα δέσομε, όλα σπαρμένα τα 'χαμε, όλα. Κι είχαμε στο σπίτι ένα μεγάλο ράφι και βάζαμε πάνω τα ψωμιά, τρίβαμε σιτάρι και κριθάρι και φτιάχναμε ένα αλεύρι μιγάδι, ζυμώναμε και φουρνίζαμε πολλά ψωμιά.
Ερχόντανε εδώ φορτηγά και φορτώνανε λεμόνια, μαντερίνια, μύγδαλα, κατσικάκια και αρνιά τις σκόλες, το καλοκαίρι κηπευτικά, φεύγανε γεμάτα για την αγορά. Τα πάντα είχαμε, είμασταν πλούσιοι, μόνο λεφτά δεν είχαμε. Τώρα όλα τα παρατήσανε, αγριέψανε τα βουνά, δεν υπάρχει τίποτα πια, μαζευτήκανε όλοι μες στην Αθήνα και περιμένουνε στο τέλος του μήνα να πάρουνε το μισθό για να αγοράσουνε να φάνε. Από πού; Αφού δεν παράγει κανένας.
Άμα πας στην Αθήνα, μίλησε ο μαστρο Μιχάλης, μόλις βγεις από το σπίτι πρέπει να 'χεις το χέρι σου στην τσέπη και να βγάζεις. Εδώ μόλις βγεις από το σπίτι όλο και κάτι θα βάλεις στην τσέπη. Μα κάνα λεμόνι, μα κάνα κουκί, μα κάνα αβγό, καμιά ελιά, τα ξυλαράκια σου για τη σόμπα, γυρίζεις το μεσημέρι στο σπίτι κι είσαι πιο πλούσιος. Δε μας αρέσανε όμως κείνες οι εποχές, θέλαμε πολυτέλειες. Τώρα ζούμε με τα μηχανήματα και ώσπου να φτιάξεις το ένα χαλάει το άλλο, φράγκα να 'χεις να πληρώνεις κι όλα να πηγαίνουνε στις βιομηχανίες και στις τράπεζες, αποφάνθηκε.
Έπεσε πάλι σιωπή, κανένας δε μιλούσε, όλοι αναθυμούνταν και σκεφτότανε το κακό που βρήκε τους ανθρώπους, βρε λεμόνια από την Αργεντίνα φέρνουνε, αν είσαι Χριστιανός, αναφώνησε ο Θωμάς και σηκώθηκε απότομα να φύγει. Σουφρώσανε τα χείλια με την κατάντια της χώρας, πάνε οι παλιές εποχές, αλλάξανε οι άνθρωποι, καταλήξανε όλοι πάμφτωχοι από τον καιρό που γίνανε δέσμιοι του χρήματος κι άμα δεν έχουνε λεφτά στην τσέπη δε μπορούνε ούτε να επιβιώσουνε, άμα πέσουνε στην ανεργία νιώθουνε απόβλητοι, μηδενικά.
Σηκώθηκα να φύγω κι εγώ προβληματισμένος, μου ήρθε στο μυαλό κι εκείνο το μέηλ που μου 'χε στείλει αποβραδίς ένας φίλος απ' την πόλη: Στις αγροτικές κοινωνίες τους γέροντες τους ονομάζανε σοφούς ενώ στις καπιταλιστικές κοινωνίες τους θεωρούνε ναυάγια. Βγήκα από το καφενείο θλιμμένος. Είμαστε άξιοι της μοίρας μας τελικά.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους
Γιάννης Μακριδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου