Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

το τελευταίο πράγμα εδώ

Το blog είναι πολιτικής απόχρωσης αλλά έχει κι αδυναμίες σε κείμενα. Ένα κείμενο αλιεύσαμε στο http://tovytio.wordpress.com και το αναδημοσιεύουμε....

Νεκροί
Καθόμαστε σε μαγαζί των Εξαρχείων και τρώμε. Μπαίνει μέσα ηλικιωμένη γυναίκα. Κρατάει μπλε σακούλα και ένα πακέτο χαρτομάντιλα στα χέρια. Μας λέει να πάρουμε ένα, για πενήντα λεπτά. Λέμε όχι, ευγενικά ή απλά αδιάφορα. Λέει κάτι ακόμη δείχνοντας τα πιάτα μας, δεν το πιάνουμε ακριβώς, μιλάει μέσα απ’ το στόμα της. Αρνιόμαστε από συνήθεια. Πηγαίνει στους διπλανούς. Της δίνουν το πολυπόθητο πενηντάλεπτο. Δείχνει και σε κείνους το τραπέζι. Κάτσε, της λένε. Παίρνει το πιάτο με το μακαρόνια που έχει...
... μισοφάει η γυναίκα της παρέας. Με το ίδιο πιρούνι τρώει αυτό, που δεν επέτρεψε να φαγωθεί, η σιλουέτα και η διατροφή της προηγούμενης. Ταυτόχρονα συζητάνε. Παιδιά, ατυχίες, επαρχίες. Ανοίγει η πόρτα του μαγαζιού. Μετανάστης με ακορντεόν ζητάει πενηντάλεπτο. Λέμε όχι να μη σπάσουμε την παράδοση. Πηγαίνει στο διπλανό τραπέζι. Σκύβει, παίζοντας ένα χαρούμενο σκοπό, πάνω απ’ τη γυναίκα με τα χαρτομάντιλα. Της ζητάει ένα κέρμα. Αυτή, μπουκωμένη, γελάει. «Από μένα ζητάς βρε συ»; Γελάνε και οι υπόλοιποι.
Γελώντας, φεύγω κι εγώ απ’ το μαγαζί. Λίγο πριν απ’ το μετρό στο πανεπιστήμιο, με αρπάζει απ’ το μπράτσο μια κοπέλα. Μάτια κόκκινα, γόνατα λυγισμένα και σπασμένη φωνή. «Δώσε μου ρε πέντε ευρώ. Βοήθησέ με. Μου έκλεψαν τα λεφτά. Πέντε ευρώ. Τόσο κάνει ο προαστιακός. Ρε δώσε μου, να φύγω από δω πέρα». «Να φύγω από δω πέρα», επαναλαμβάνουν μονότονα άνεργοι, φοιτητές, πρεζάκια και υπερμορφωμένοι τριαντάρηδες.

Ζωντανοί
Ξέρω ένα ζευγάρι. Είναι κάτι μήνες ερωτευμένοι. Πριν λίγο καιρό αποφάσισαν να συζήσουν . Αν δεν υπήρχε κρίση, πιθανότατα δε θα έμεναν τώρα μαζί. Η οικονομική δυσπραγία, το γενικό ζόρι επιτάχυνε τη διαδικασία. Αν ήταν 2007 ή 2003, η συμβίωση αυτή θα είχε αναβληθεί. Θα το ψείριζαν για λίγο καιρό, θα έλεγαν ο ένας στον άλλο ότι χρειάζονται το χρόνο, το χώρο, το ντουλάπι τους.
Το ζόρι που μας πνίγει σε όλα τα επίπεδα, είναι ένα εύφλεκτο υλικό. Είναι μια περίεργη συνισταμένη που επιταχύνει όλες τις εξελίξεις. Είναι μια συνθήκη, που καίει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλες τις φλυαρίες, όλα τα ανούσια πήγαινε έλα και τους σχετικισμούς του χτες. Τα τελευταία χρόνια, το να συζήσουν δύο άνθρωποι, ήταν μια απόφαση για την οποία αγόρευαν γυαλιστερά περιοδικά, μεσημεριανές εκπομπές και κυρίες που λένε τα ζώδια. Ο χρόνος μου, ο χώρος μου, η επιλογή μου, ο εαυτός μου. Με ατέλειωτα «μου» και «σου», ορκιζόμασταν σε μια δήθεν ανεξαρτησία. Στην πραγματικότητα, αυτό που ονομάζαμε ελευθερία, ήταν η έλλειψη διάθεσης να αναλάβουμε την οποιαδήποτε ευθύνη, η αδυναμία να συγκρουστούμε, το κυνικό στρίψιμο της πλάτης σε ότι μας κάνει ανθρώπινους.
Τώρα θα φάμε τη ζωή μας στα μούτρα. Χωρίς ενδιάμεσες στάσεις και όλων των ειδών τις επιφυλάξεις. Η αγάπη του ζευγαριού που ξέρω, θα τριφτεί στον πιο άγριο βράχο. Θα συνυπάρξει με τον απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ, με το στεγνό τέλος του μήνα, με μια ακόμη, χωρίς λόγο αγορασμένη, «χρυσή ευκαιρία». Η αγάπη του ζευγαριού θα περάσει μέσα απ’ τα ασπρόμαυρα φιλμάκια ενός κινηματογράφου, που βλέπαμε σαν επιστημονική φαντασία, ενώ δεν ήταν παρά η εκδοχή ενός πολύ κοντινού παρελθόντος. Ο έρωτας ενάντια στον κόσμο, σ’ ένα ματς που παίζεται εδώ και αιώνες. Έχω συνδέσει την τύχη αυτού του ζευγαριού με την γενικότερη τύχη μας. Μες στ’ αυτιά μου, ο Μάρκος Μέσκος δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει, χρόνια τώρα, «ο Έρωτας θα είναι το τελευταίο πράγμα εδώ».

Όλες οι απαντήσεις
Μ’ αρέσει εκείνη η ιστορία που λένε για τον Τολστόι. Ο συγγραφέας, γυρνώντας στους δρόμους της Μόσχας, παρατηρεί την ατελείωτη φτώχια. Ένα βράδυ αποφασίζει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει έτσι. Μοιράζει λοιπόν, όλη του την περιουσία στους απόκληρους. Μετά από λίγο καιρό όμως, αντιλαμβάνεται ότι ακόμη και μια τέτοια πράξη, δεν αλλάζει τίποτα. Οι δρόμοι της Μόσχας και της Αθήνας, παραμένουν γεμάτοι ζητιάνους, άστεγους και εσχάτως, οικογένειες που ψάχνουν μέσα στους κάδους σκουπιδιών. Ο Τολστόι καταλήγει στην οριακή και δύστροπη ερώτηση «what then must we do?».
Περπατάμε ημιθανείς, σέρνουμε τα πόδια μας, ανάμεσα σε ανθρώπους που βουλιάζουν μεταξύ λύσσας και απόγνωσης. Κάθε μέρα, ένα αυτόματο αδειάζει τις άπειρες σφαίρες του, πάνω στους σαστισμένους εαυτούς μας. Ακριβώς σ’ αυτό το οριακό σημείο όμως, αποφασίζουμε να στυλώσουμε ή όχι τα πόδια.
Ξέρω ένα ζευγάρι. Είναι κάτι μήνες ερωτευμένοι, μοιράζονται το ελάχιστο και κάθε φορά που αυτός τη φιλάει, εκείνης, ύστερα της ξεφεύγει ένα γέλιο. Ξέρω έναν τύπο. Πριν από περίπου δύο μήνες, μια ομάδα από φασίστες κυνήγησαν να δείρουν ένα μετανάστη. Μπήκε στη μέση, τον έστειλαν στο νοσοκομείο. Όταν τον είδα, του είπα κάτι μάλλον εμψυχωτικό, κάτι σαν μπράβο. Μου έγνεψε χαμογελαστός και σχεδόν αμήχανος. Δεν αισθανόταν ότι έκανε κάτι ιδιαίτερο. Ξέρω ένα κορίτσι. Το Ιούνιο στο Σύνταγμα κόντεψε να πνιγεί απ’ τα αφόρητα χημικά. Την επόμενη μέρα, στη συνέλευση της πλατείας, πήγε στο μικρόφωνο. Δεν ήθελε να πει κάτι ιδιαίτερο, μόνο ένα ευχαριστώ στον άγνωστο που τη σήκωσε όταν έπεσε κάπου στον χαμό. Μια μέρα μετά, ήταν ακόμη βουρκωμένη.
Εδώ και τώρα, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Μόνο ο Τολστόι που γυρνάει στους δρόμους της Αθήνας μέρα και νύχτα και κάνει συνεχώς την ίδια ερώτηση. «What then must we do?». Εδώ και τώρα, υπάρχουν μόνο οι απαντήσεις μας. Και εκείνο το αιώνιο ματς.
Ο έρωτάς μας ενάντια στον κόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου