fvasileiou
Σκληρή αντίθεση με τους περασμένους Δεκέμβριους ο φετινός. Μέχρι και πέρσι ακόμα, ο τελευταίος μήνας του χρόνου ξεχείλιζε από την ανάγκη μας να εορτάσουμε –πόλεις, δρόμοι, σπίτια, καταστήματα, όλα ήταν φόραγαν τα καλά τους και φωτίζονταν. Φέτος μόλις την τελευταία εβδομάδα βλέπω κάτι να κινείται. Οι βιτρίνες γέμισαν δέντρα, ο Δήμος άναψε κάποια φωτάκια, κάποια σπίτια –ελάχιστα– στολίστηκαν.
Δεν είναι μόνο η μίζερη ειδησεογραφία που μας κάνει να απωθούμε τον εορτασμό. Νομίζω ότι δεν είναι καν η σκληρή πραγματικότητα της ανεργίας, της αναδουλειάς, των φόρων, της ακρίβειας, της φτώχειας.
Είναι κάτι βαθύτερο: Μια γενική απώλεια προσανατολισμού. Μπερδέψαμε τις ....
....προτεραιότητες, ξεχάσαμε τις αξίες και τις ανάγκες μας. Και η πικρή αλήθεια είναι ότι αυτή η εσωτερική κατάρρευση δεν συνέβη την τριετία της Κρίσης ή την διετία του ΔΝΤ, αλλά πιο πριν, στα χρόνια της ψευτοευμάρειας.
.
- Και πώς να γιορτάσω, όταν χρωστάω παντού και δεν κάνω ούτε σεφτέ; μου έλεγε χθες ένας φίλος. Πάγωσαν και τις επιστροφές φόρου, τα χαράτσια όμως τα στέλνουν κανονικά. Ακόμα κι ο Δήμος ξέθαψε μια αρχαία κλήση και μου έστειλε το μπουγιουρντί για ένα κατοστάρικο. Πώς να γιορτάσω, μου λες;
.
Πώς γιορτάζαμε όμως τα προηγούμενα χρόνια; Ακολουθούσαμε μήπως τις καρδιές μας;
Όχι. Δυστυχώς, ακολουθούσαμε απλώς ένα εξωτερικό παράδειγμα. Προσπαθούσαμε να αναπαράγουμε στην καθημερινότητά μας ένα πρότυπο, να ανταποκριθούμε σε μια απαίτηση. Οι μέρες των γιορτών ήταν γεμάτες πρέπει: Πρέπει να στολίσουμε το δέντρο / Πρέπει να στολίσουμε το σπίτι / Πρέπει να φορέσουμε το τάδε χρώμα / Πρέπει να φάμε γαλοπούλα τα Χριστούγεννα / Πρέπει να πιούμε σαμπάνια στο ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς / Πρέπει να ανταλλάξουμε δώρα κτλ.
Αυτός ο επιβληθείς εξαναγκασμός εξηγεί την κατάθλιψη των Χριστουγέννων –ποιος αλήθεια μπορεί να ανταποκριθεί σε τόσα πρέπει; Και το ανικανοποίητο που μας άφηναν οι γιορτές. Αναγκάζαμε τους εαυτούς μας να ζήσουν σαν κάποιοι άλλοι (όχι μόνο τα Χριστούγεννα φυσικά) για τόσα πολλά χρόνια, ώστε ξεχάσαμε ποιοι πραγματικά είμαστε και τι λαχταράει η ψυχή μας.
.
Όσο όμως άκουγα τον φίλο μου, καταλάβαινα ότι το ζήτημά του δεν είναι τόσο το πώς να γιορτάσουμε –τρόπος υπάρχει, οι παππούδες μας γιόρταζαν σε συνθήκες που αντικειμενικά ήταν σκληρότερες– όσο το γιατί:
Γιατί να γιορτάσουμε;
Η ενστικτώδης απάντησή μου σε αυτό, θα ήταν ένα απλό:
Γιατί είναι αφόρητος ο ανεόρταστος βίος.
Η γιορτή δεν είναι το ξέσπασμα, το στόλισμα, το τραγούδι και ο χορός, ο χαβαλές. Όλα αυτά είναι –πρέπει να είναι δηλαδή– οι τρόποι, ωραίοι τρόποι, με τους οποίους η εορταστικότητά μας εκφράζεται.
Η γιορτή είναι η πίστη στο Θαύμα· έκφραση της βαθιάς –ανορθολογικής, παράλογης και μεταφυσικής, αν θέλετε– πεποίθησης ότι δεν μας αξίζει αυτό που ζούμε και ότι τα καλλίτερα μας αξίζουν και είναι μπροστά μας –τα Χριστούγεννα μάλιστα είναι μια από τις κατ’ εξοχήν γιορτές με αυτό το νόημα.
Δεν χρειάζεται καν να είσαι πιστός για να τους παραδοθείς. Χρειάζεται η ανοιχτή καρδιά και η αφέλεια να την ακολουθείς.
Σκληρή αντίθεση με τους περασμένους Δεκέμβριους ο φετινός. Μέχρι και πέρσι ακόμα, ο τελευταίος μήνας του χρόνου ξεχείλιζε από την ανάγκη μας να εορτάσουμε –πόλεις, δρόμοι, σπίτια, καταστήματα, όλα ήταν φόραγαν τα καλά τους και φωτίζονταν. Φέτος μόλις την τελευταία εβδομάδα βλέπω κάτι να κινείται. Οι βιτρίνες γέμισαν δέντρα, ο Δήμος άναψε κάποια φωτάκια, κάποια σπίτια –ελάχιστα– στολίστηκαν.
Δεν είναι μόνο η μίζερη ειδησεογραφία που μας κάνει να απωθούμε τον εορτασμό. Νομίζω ότι δεν είναι καν η σκληρή πραγματικότητα της ανεργίας, της αναδουλειάς, των φόρων, της ακρίβειας, της φτώχειας.
Είναι κάτι βαθύτερο: Μια γενική απώλεια προσανατολισμού. Μπερδέψαμε τις ....
....προτεραιότητες, ξεχάσαμε τις αξίες και τις ανάγκες μας. Και η πικρή αλήθεια είναι ότι αυτή η εσωτερική κατάρρευση δεν συνέβη την τριετία της Κρίσης ή την διετία του ΔΝΤ, αλλά πιο πριν, στα χρόνια της ψευτοευμάρειας.
.
- Και πώς να γιορτάσω, όταν χρωστάω παντού και δεν κάνω ούτε σεφτέ; μου έλεγε χθες ένας φίλος. Πάγωσαν και τις επιστροφές φόρου, τα χαράτσια όμως τα στέλνουν κανονικά. Ακόμα κι ο Δήμος ξέθαψε μια αρχαία κλήση και μου έστειλε το μπουγιουρντί για ένα κατοστάρικο. Πώς να γιορτάσω, μου λες;
.
Πώς γιορτάζαμε όμως τα προηγούμενα χρόνια; Ακολουθούσαμε μήπως τις καρδιές μας;
Όχι. Δυστυχώς, ακολουθούσαμε απλώς ένα εξωτερικό παράδειγμα. Προσπαθούσαμε να αναπαράγουμε στην καθημερινότητά μας ένα πρότυπο, να ανταποκριθούμε σε μια απαίτηση. Οι μέρες των γιορτών ήταν γεμάτες πρέπει: Πρέπει να στολίσουμε το δέντρο / Πρέπει να στολίσουμε το σπίτι / Πρέπει να φορέσουμε το τάδε χρώμα / Πρέπει να φάμε γαλοπούλα τα Χριστούγεννα / Πρέπει να πιούμε σαμπάνια στο ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς / Πρέπει να ανταλλάξουμε δώρα κτλ.
Αυτός ο επιβληθείς εξαναγκασμός εξηγεί την κατάθλιψη των Χριστουγέννων –ποιος αλήθεια μπορεί να ανταποκριθεί σε τόσα πρέπει; Και το ανικανοποίητο που μας άφηναν οι γιορτές. Αναγκάζαμε τους εαυτούς μας να ζήσουν σαν κάποιοι άλλοι (όχι μόνο τα Χριστούγεννα φυσικά) για τόσα πολλά χρόνια, ώστε ξεχάσαμε ποιοι πραγματικά είμαστε και τι λαχταράει η ψυχή μας.
.
Όσο όμως άκουγα τον φίλο μου, καταλάβαινα ότι το ζήτημά του δεν είναι τόσο το πώς να γιορτάσουμε –τρόπος υπάρχει, οι παππούδες μας γιόρταζαν σε συνθήκες που αντικειμενικά ήταν σκληρότερες– όσο το γιατί:
Γιατί να γιορτάσουμε;
Η ενστικτώδης απάντησή μου σε αυτό, θα ήταν ένα απλό:
Γιατί είναι αφόρητος ο ανεόρταστος βίος.
Η γιορτή δεν είναι το ξέσπασμα, το στόλισμα, το τραγούδι και ο χορός, ο χαβαλές. Όλα αυτά είναι –πρέπει να είναι δηλαδή– οι τρόποι, ωραίοι τρόποι, με τους οποίους η εορταστικότητά μας εκφράζεται.
Η γιορτή είναι η πίστη στο Θαύμα· έκφραση της βαθιάς –ανορθολογικής, παράλογης και μεταφυσικής, αν θέλετε– πεποίθησης ότι δεν μας αξίζει αυτό που ζούμε και ότι τα καλλίτερα μας αξίζουν και είναι μπροστά μας –τα Χριστούγεννα μάλιστα είναι μια από τις κατ’ εξοχήν γιορτές με αυτό το νόημα.
Δεν χρειάζεται καν να είσαι πιστός για να τους παραδοθείς. Χρειάζεται η ανοιχτή καρδιά και η αφέλεια να την ακολουθείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου