Στα τέλη του 1995, ο Ανδρέας Παπανδρέου μπήκε στο νοσοκομείο, ορίζοντας ως αναπληρωτή πρωθυπουργό τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Στα μέσα Ιανουαρίου του 1996, η υγεία του ανάγκασε τον Ανδρέα να παραιτηθεί από πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.
Η Κοινοβουλευτική Ομάδα συνεδρίασε για να εκλέξει νέο πρόεδρο του κόμματος, που θα γινόταν αυτομάτως και πρωθυπουργός. Ισοψήφησαν ο Ακης Τσοχατζόπουλος με τον Κώστα Σημίτη, ενώ έμεινε πίσω ο Γεράσιμος Αρσένης και πολύ πίσω ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. Πριν από την επαναληπτική ψηφοφορία μεταξύ των δύο πρώτων, ο Αρσένης εξέφρασε υποστήριξη στον Τσοχατζόπουλο. Μάλιστα, προτάθηκε από τον δεύτερο σενάριο δυαρχίας, με τον Αρσένη πρωθυπουργό και τον ίδιο πρόεδρο του κόμματος.
Ο Σημίτης, που επέμεινε στην ανάγκη καθαρών λύσεων, κέρδισε με μικρή διαφορά τη νέα ψηφοφορία κι έγινε πρωθυπουργός.
Η επικράτηση του Σημίτη ήταν έκπληξη, καθώς το ΠΑΣΟΚ ήταν ώς τότε κυρίως αυτό που εξέφραζε ο Τσοχατζόπουλος: το μόρφωμα που συχνά αναφέρεται ως «βαθύ ΠΑΣΟΚ», δηλαδή ένα κόμμα βασισμένο στους ισχυρούς εσωτερικούς μηχανισμούς, στους επαγγελματίες κομματικούς, στον έλεγχο κλαδικών και συντεχνιακών οργανώσεων και τη διαπλοκή τους με τα δίκτυα πελατειακών σχέσεων που χτίστηκαν από το 1981 σε υπουργεία και οργανισμούς, μέσω εγκάθετων κομματικών κομισάριων -των λεγόμενων «πρασινοφρουρών», τα δίκτυα εξουσίας που ουσιαστικά υποκατέστησαν την επίσημη γραφειοκρατική ιεραρχία του κράτους, επιβάλλοντας ένα νέου τύπου παρακράτος.
Στα χρόνια της πρωθυπουργίας του Σημίτη αναδείχθηκε για πρώτη φορά, μέσα από κάποια καινούργια πρόσωπα και κυβερνητικές πράξεις η νέα, τότε, «εκσυγχρονιστική» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ. Ομως η άλλη, των «τσοχατζοπουλικών» δεν εξαφανίστηκε. Τουναντίον. Αν και έχασε τη συμβολική ταύτισή της με τον ηγέτη του κόμματος, λειτούργησε ουσιαστικά ως αυτόνομη ομάδα σε κυβερνητικό επίπεδο, ελέγχοντας καίρια υπουργεία, με τον αρχηγό της, Ακη Τσοχατζόπουλο, πανίσχυρο υπουργό, αρχικά Αμυνας και μετά Ανάπτυξης. (Την πολιτεία του ως υπουργού τη μάθαμε πρόσφατα.) Και βέβαια, το βαθύ ΠΑΣΟΚ παρέμεινε πανίσχυρο στο μέσο και το κατώτερο οργανωτικό επίπεδο του κόμματος.
Με κάποια πολύ ουσιαστική έννοια, δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ επί Σημίτη παρέμεινε εν πολλοίς το βαθύ, «τσοχατζοπουλικό» κόμμα, ενώ οι εκσυγχρονιστές έμειναν ξένο σώμα, τόσο που ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, το 2009, ήταν ακόμη για τα περισσότερα στελέχη «αυτοί», οι άλλοι, οι μη-καθαροί και μη-γνήσιοι.
Ο Γιώργος Παπανδρέου είχε στηρίξει από την αρχή τον Σημίτη, και όταν παρέλαβε από αυτόν το κόμμα, το 2004, προσπάθησε να το μεταλλάξει σε αμιγώς εκσυγχρονιστικό. Αν και απέτυχε, έδωσε την ευκαιρία στους ανθρώπους του βαθέος ΠΑΣΟΚ να ερμηνεύσουν την αναποτελεσματική διαχείριση της οικονομικής κρίσης από την κυβέρνησή του, που έφερε και την εκλογική συντριβή, ως ήττα του μετεξελιγμένου, εκσυγχρονιστικού κόμματος. Τα απομεινάρια αυτού του κόμματος είναι το βαθιά τραυματισμένο ΠΑΣΟΚ του σήμερα, ένα κόμμα-σκιά του εαυτού του, που δηλώνει έντρομο ότι θα κυβερνήσει και με τη Νέα Δημοκρατία και με τον εκ διαμέτρου αντίθετο ΣΥΡΙΖΑ. Που αντί, δηλαδή, να ηγείται στην κοινωνία, ακολουθεί, ζητώντας ελεημοσύνη από όποιον τη δώσει.
Θα μπορέσει άραγε ποτέ αυτό το ΠΑΣΟΚ να ξαναποκτήσει τη θέση πρωταγωνιστικού κόμματος στην πολιτική σκηνή; Και αν ναι, με ποια ταυτότητα; Και ποιον αρχηγό; Αυτά θα τα απαντήσει το μέλλον. Αυτό που έχει σημασία να σημειώσουμε τώρα είναι ότι το άλλο ΠΑΣΟΚ, το βαθύ, επιζεί. Απλώς έχει μετακομίσει: από την Ιπποκράτους στην Κουμουνδούρου. Αυτό άρχισε να συμβαίνει τον χειμώνα, με την προσχώρηση στον ΣΥΡΙΖΑ αρκετών βουλευτών του ΠΑΣΟΚ προερχόμενων από αυτή την τάση, αλλά και -εξίσου σημαντικό- με τη μεταγραφή σημαντικών κομματικών στελεχών, αρκετών από το προσωπικό επιτελείο του Ακη Τσοχατζόπουλου. Οι άνθρωποι αυτοί συμμετείχαν καθοριστικά στον επιτελικό σχεδιασμό και την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές, και ήταν πίσω από το σύνθημα το «νέο ΠΑΣΟΚ».
Αυτή ακριβώς η μετάγγιση ήταν που έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ να ξεχωρίσει από τα άλλα κόμματα της Αριστεράς και να τετραπλασιάσει το ποσοστό του 2009, αφού, όπως δείχνουν οι έρευνες, η συντριπτική πλειοψηφία των νέων ψηφοφόρων του ψήφιζαν ώς τότε ΠΑΣΟΚ. Από τις 6 Μαΐου και μετά συνεχίζονται οι μετακομίσεις στελεχών και συνδικαλιστών του βαθέος ΠΑΣΟΚ, ατομικά και ομαδικά, για να προσελκυστούν περισσότεροι ψηφοφόροι. Ως συμβολική ευλογία αυτής της κίνησης, μάλιστα, ήρθε η πρόταση από τον κ. Τσίπρα, του κ. Αρσένη ως υπηρεσιακού πρωθυπουργού. (Ετσι, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έγινε ο δεύτερος Ελληνας πολιτικός, μετά τον Ακη Τσοχατζόπουλο, που πρότεινε τον Γεράσιμο Αρσένη για πρωθυπουργό.)
Είναι τόσο πολλά τα στελέχη του βαθέος ΠΑΣΟΚ που μετακινήθηκαν πρόσφατα στον ΣΥΡΙΖΑ, που κατά κάποιον τρόπο αποτελούν μια ακόμη συνιστώσα του. Αυτή, η δέκατη τρίτη συνιστώσα, μπορεί να είναι μεν άτυπη, αλλά είναι μεγαλύτερη από τις άλλες δώδεκα μαζί, κι αποτελείται από στελέχη εμπειρότατα στον κομματικό έλεγχο του κράτους. Αναρωτιέμαι σε τι βαθμό το συνειδητοποιούν αυτό οι νέοι ψηφοφόροι, οι ιδεαλιστές και καλόπιστοι άνθρωποι που επιλέγουν να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ ως μια νέα πρόταση, μια ελπίδα για την ανανέωση της πολιτικής μας ζωής. Αναρωτιέμαι: ξέρουν ότι στην καρδιά του κόμματος που ψηφίζουν είναι οι παλιοί «τσοχατζοπουλικοί»; Και αν το ξέρουν, τους αρέσει ; Το εγκρίνουν ;
Από ΛΟΓΟΠΛΟΚΙΕΣ/ Απόστολος Δοξιάδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου